κατασταλακτός

κατασταλακτός
και κατασταλαχτός, -ή, -ό [κατασταλάζω]
1. διαυγής, λαγαρός, λαμπικαρισμένος
2. το θηλ. ως ουσ. η κατασταλαχτή
σταχτόνερο, αλισίβα.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”